Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2007

Σε αυτόματη γραφή περί ταυτοτήτων.

Πρώτη Δημοσίευση: 2-6-2000, Εφημερίδα ΠΡΩΤΗ ΤΗΣ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ, Αίγιο.

Οι σκέψεις σε πρώτο πρόσωπο μιας και ο λόγος γίνεται για προσωπικά δεδομένα και οι ερωτήσεις πολλές. Γιατί τώρα; Γιατί με αυτό τον τρόπο; Υπάρχει κάποιος κατάλογος προτεραιοτήτων για την προστασία των δικαιωμάτων του πολίτη και η κατάργηση της αναγραφής του θρησκεύματος ανήκει στην κατηγορία της αμέσου προτεραιότητας;
Υπάρχει αφέλεια ή πολιτική σκοπιμότητα; Και τι να διαλέξει κανείς την αφέλεια ή την σκοπιμότητα; Αν είναι πράξη αφέλειας ανησυχώ εφ΄ όλης της ύλης για το μέλλον του τόπου μου και για τον δρόμο που οδηγούμαστε. Αν είναι πράξη πολιτικής σκοπιμότητας ποιοι κινούν τα νήματα; Ποιών μαριονέτα είμαστε; Και σε ποιόν μύλο ρίχνουμε νερό;
Το προσωπικό συναίσθημα είναι ταυτόσημο με κείνο όταν επιβλήθηκε το μονοτονικό σύστημα στο όνομα της απλούστευσης της ζωής του μαθητή και της χρήσης του γραπτού λόγου φτωχαίνοντας ένα κομμάτι γραπτής επικοινωνίας (κι αυτό θέμα που αναφέρθηκε τότε ως «άνευ σημασίας») τις συνέπειες του οποίου αντιληφθήκαμε μερικά χρόνια αργότερα, ενώ ταυτοχρόνως υποβιβάστηκε το μάθημα των αρχαίων Ελληνικών και μειώθηκε από πρωτεύον και πρωταρχικής σημασίας σε απλή εξεταστέα ύλη.
Τότε κάποιοι ένοιωσαν ότι κόβεται βίαια ο ομφάλιος λώρος και η πρόσβαση των νεώτερων γενιών στα αρχαία κείμενα και την ερμηνεία των ηθικών αξιών και μηνυμάτων τους. Το ίδιο συναίσθημα και τώρα, στο όνομα της απλούστευσης και της προστασίας προσωπικών δεδομένων, η κατάργηση της αναγραφής του θρησκεύματος αναφέρεται ως θέμα άνευ σημασίας, επιχειρείται η μετατροπή της Εκκλησίας σε ένα είδος πολιτιστικού σωματείου με μια κάποια γραφικότητα που πρέπει να έχει περιορισμένο λόγο και αυτοκατανάλωση στο εσωτερικό της. Μετατρέπεται δηλαδή σε ένα
club απόψεων κάποιων «λίγων» (λίγων;;;). Δηλαδή μέχρι τώρα είχαμε καταλάβει λάθος ότι η Ελλάδα ως έθνος στηρίζεται γερά σε δύο πόδια από όπου αντλεί την ταυτότητά της. Πρέπει να γράψουμε λάθος για ότι μας έμαθαν για το δίπτυχο πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η Ελλάδα και πορεύτηκε σε δύσκολους καιρούς. Μιλάω για το δίπτυχο αρχαία Ελλάδα – Ορθοδοξία. Αρχαία Ελλάδα – Ορθοδοξία, πεδία αλληλοσυγκρουόμενα πολλές φορές από την σύγκρουση των οποίων προέκυπτε πάντα μια αρμονία αλλά και η πολυπλοκότητα της προσωπικότητας του Έλληνα που τον βοήθησε να ισορροπήσει σε πολλές καταστάσεις και να αντλήσει θέση, λόγο και ύπαρξη. Δηλαδή όταν κάτι μας φαίνεται άχρηστο πλέον η λογική του «πονάει κεφάλι κόβει κεφάλι» δεν φαίνεται σ΄ αυτή την χρονική στιγμή όχι μόνον ανεπαρκής αλλά και επιζήμια; Και τι άλλο θα βάλουμε στη θέση αυτού που αφαιρούμε με τόση ευκολία στο όνομα της απλούστευσης και της πρακτικότητας. Είμαστε έτοιμοι ως έθνος να προχωρήσουμε χωρίς αυτά που μας στήριξαν για τόσο πολύ καιρό; Και από πού θα βρούμε τον μπούσουλα που χρειαζόμαστε για το τι είναι ουσιαστικό και τι δεν είναι; (εμείς οι τελικοί αποδέκτες οι πολίτες, γιατί οι εκπρόσωποί μας φαίνεται ότι αυτά τα έχουν ξεκαθαρίσει). Διανύουμε μια εποχή που αναζητούνται οράματα και εμπνευσμένοι πολιτικοί και πολιτικές που στοχεύουν στον πολίτη. Αναζητούνται λέω και εννοώ από μας που είμαστε τελικοί αποδέκτες γιατί οι άλλοι «οι μεγάλοι» έχουν συγκεκριμένες απόψεις για γενικεύσεις, παγκοσμιοποιήσεις, μεγάλα σχήματα και ενιαίες πολιτικές. Που καιρός για μειοψηφίες (αν θεωρήσουμε ότι πρόκειται για μειοψηφίες), ιδιαιτερότητες. Και φυσικά όταν έχεις αποφασίσει συγκεκριμένα πράγματα εκ των προτέρων, το να έχεις απέναντί σου ένα δυνατό λόγο (αυτόν της Εκκλησίας δια των εκπροσώπων της) είναι ενοχλητικό και μάλιστα όταν ο κόσμος κάθεται και την ακούει γιατί έχει πρόσβαση στο συναίσθημα, την Ελπίδα του ανθρώπου με ένα τρόπο αρχετυπικό, με μια εμπιστοσύνη που έχασαν οι πολιτικοί και οι πολιτικές. Τι κάνει λοιπόν σ΄ αυτή την περίπτωση η πολιτική εξουσία; Απλώς ξεκινάει μια διαδικασία αποδυνάμωσης, αφήνοντας άναυδο ένα μεγάλο μέρος κόσμου, κάνοντάς το να νοιώθει τύψεις γι΄ αυτό που μέχρι τώρα έχει συνηθίσει να δηλώνει με υπερηφάνεια και χαράζει αυταρχικά με κιμωλία τον κύκλο της εξουσίας γύρω από τον εαυτό της και αποφασίζει ποιοι θα είναι μέσα και ποιοι έξω κατατάσσοντας τους απέξω στο περιθώριο.
Γιατί ενοχλεί ο λόγος της Εκκλησίας; Γιατί είναι πολιτικός; Και από πότε πολιτικός και κοινωνικός λόγος διαχωρίστηκαν; Και ποια πράξη πολιτική δεν είναι εν τέλει κοινωνική (και το αντίστροφο). Εν τέλει ποιοι είναι το περιθώριο; Αυτοί που είναι μέσα στον κύκλο ή οι έξω απ΄ αυτόν; Αυτοί που θέλουν διάλογο για το θέμα της αναγραφής του θρησκεύματος ή αυτοί που τον αρνούνται και αναλαμβάνουν να μας θεραπεύσουν από τα «κακά του παρελθόντος» (βλέπε ρόλο της Εκκλησίας) χωρίς να μας ρωτάνε τι θεωρούμε κακό και τι όχι; Αυτοί που προτείνουν εναλλακτικούς τρόπους θεραπείας μέσω του διαλόγου ή αυτοί που προτείνουν το χειρουργείο; Αυτοί που θέλουν με την ταυτότητά τους να δηλώνουν πού γεννήθηκαν και σε τι Θεό πιστεύουν χωρίς να αφαιρούν από κανέναν το δικαίωμα να μην το δηλώνει ή αυτοί που λένε δεν μας ενδιαφέρει ποιος είσαι και σε τι Θεό πιστεύεις;

Πληροφορούμαι και Επικοινωνώ ηλεκτρονικά. Άρα υπάρχω(;).

Πρώτη Δημοσίευση: Δεκέμβριος 2000, Περιοδικό ΒΗΜΑ - τεύχος 4, Αίγιο.

Αγαπητέ Γιώργο,
Με αφορμή το άρθρο σου: «Ηλεκτρονική Επανάσταση» το οποίο και προσεγγίζει μ’ ενδιαφέροντα τρόπο τις νέες δυνατότητες από την ηλεκτρονική επανάσταση σκέφτηκα και ‘γω να καταγράψω τους προβληματισμούς μου στηριζόμενη στις δικές σου απόψεις.
Η δική μου καταγραφή κατ’ αρχάς με στυλό και χαρτί (τα πλήκτρα δεν με βοηθάνε σ’ αυτή) και σε αυτόματη πάντα γραφή (λόγω ιδιοσυγκρασίας) αφορούν στα σημεία και σε λέξεις.

Προβληματισμός 1ος
: Ο υπολογιστής ως η μεγαλύτερη πράγματι εφεύρεση από τον καιρό της τυπογραφίας πόσο πραγματικά μεταφέρει την γνώση και κατά πόσο βάζει περισσότερους στον κόσμο της;
Τι γίνεται μ’ αυτούς που αυτή τη χρονική στιγμή δεν είναι γνώστες των χρήσεων και των τρόπων του υπολογιστή; ή δεν θέλουν να γίνουν μέτοχοι; και τι θα γίνει μ’ αυτούς στο μέλλον που έχουν διαφορετικό προσανατολισμό και κοσμοθεωρία; θα έχουμε μια καινούρια κατηγορία ηλεκτρονικώς αναλφάβητων ανθρώπων που λόγω της διαδεδομένης χρήσης θα αποκλείονται από πολλές εκφάνσεις της ζωής; (επαγγελματικής, μορφωτικής, ψυχαγωγικής, …).
Και αυτό, γιατί ενώ η τυπογραφία ακολούθησε την γνώση της γραφής και της ανάγνωσης, η ηλεκτρονική τεχνολογία προηγήθηκε της γνώσης της από τους πολλούς και μάλιστα ζητά συνεχώς τον εμπλουτισμό της δεδομένης εξέλιξής της με ρυθμούς σφαίρας.
Έπειτα μήπως η χρήση των όρων επικοινωνία – πληροφορία – γνώση μπερδεύονται επικίνδυνα δημιουργώντας σύγχυση για το επίπεδο στο οποίο κάθε μια κινείται;

Προβληματισμός, λοιπόν, 2ος
: επικοινωνία σε πρώτο επίπεδο σημαίνει: διακινώ πληροφορίες, ανταλλάσσω μηνύματα, σε δεύτερη βαθύτερη και πιο ελεύθερη ερμηνεία, σημαίνει: δημιουργώ σχέση με άλλους ανθρώπους, βρίσκω κοινά σημεία και για να γίνει αυτό χρειάζομαι απαραίτητα την παρουσία του άλλου, τη συμμετοχή του, την αίσθηση της ύπαρξής του … και όλα αυτά πραγματικά - πραγματικά και όχι εικονικά - πραγματικά.
Αφού λοιπόν επικοινωνήσω πληροφορούμαι με σκοπό να γίνω μέτοχος στην κοινωνία της γνώσης (μια εκδοχή της επικοινωνίας και αυτή που επιδέχεται μάλλον τις περισσότερες κρίσεις).
Πληροφορούμαι και γνωρίζω λοιπόν μου φαίνεται ότι παρά την φαινομενική τους ομοιότητα διαφέρουν σε βαθύτητα και δύναμη.
Δηλαδή θέλω να πω ότι, η συσσώρευση μεγάλου όγκου πληροφοριών και οι απεριόριστες δυνατότητες διακίνησής τους (τομείς στους οποίους κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία του ηλεκτρονικού μέσου) δεν συνεπάγεται αυτόματα την κατάκτηση της γνώσης, αντιθέτως πολλές φορές συνεπάγεται την αδυναμία κατάκτησης της λόγω της μη απεριόριστης δυνατότητας του ανθρώπινου μυαλού (και ψυχής) για πρόσληψη πληροφοριών (και των προερχόμενων συναισθημάτων απ’ αυτές) και επεξεργασίας τους που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την κατάκτηση σε επόμενο στάδιο της γνώσης.
Θα έλεγα λοιπόν ότι ενώ εκ πρώτης όψεως η υπερκατανάλωση πληροφοριών φαίνεται θετική, μας οδηγεί σ’ ένα είδος πνευματικής χοληστερίνης ή πνευματικής βουλιμίας, γιατί το δέλεαρ για ολοένα και περισσότερες είναι μεγάλο (κάτι σαν την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων).
Η γνώση ως επόμενο στάδιο πληροφόρησης (και όχι απαραίτητα) είναι πνευματική κατάκτηση προερχόμενη πολλές φορές από μια εσωτερική τακτοποίηση γι’ αυτό και έχει συνώνυμα την σύνεση και την φρόνηση.
Συμβαίνει βέβαια τα τελευταία χρόνια να χρησιμοποιούμε αυτές τις λέξεις – έννοιες: επικοινωνία – πληροφορία – γνώση συνεχώς, χωρίς το φιλοσοφικό τους στήριγμα. Δεν επιχειρώ φυσικά να κάνω ερμηνεία των λέξεων αλλά απλώς προβληματίζομαι για την πραγματική σημασία τους την οποία καταλαβαίνουμε όταν βλέπουμε ότι λείπουν από την σύγχρονη ζωή μας και τις χρησιμοποιούμε ως λιγότερες από ότι πραγματικά είναι (π.χ. συνομιλώ, συνευρίσκομαι,…).

Προβληματισμός 3ος
: Το ψευδαισθησιακό της πραγματικότητας και το θέμα της συμμετοχή μας στη δημιουργία της (παλιό γνωσιολογικό ερώτημα) ήρθε να βάλει ξανά το ερώτημα αν αυτά που ζούμε είναι πραγματικά ή αποκυήματα της φαντασίας μας και εδώ πιο πρακτική η ηλεκτρονική τεχνολογία απαντά ξεκάθαρα ναι, μέσω της εικονικής πραγματικότητας.
Τι έχουμε δηλαδή εδώ μια εικονική πραγματικότητα μέσα στην άλλη;
Όλα αυτά τα γράφω γιατί ατελείωτες ώρες ψάχνοντας μέσα σε ηλεκτρονικούς δαιδαλώδεις διαδρόμους ξέχασα τον αρχικό μου σκοπό, γιατί ξεκίνησα, με ποιο αρχικό ζητούμενο και για ποιο λόγο. Είναι βλέπεις όλα δελεαστικά για αναζήτηση και παραπέμπουν σε κάτι ακόμα πιο ενδιαφέρον και ακόμα πιο ενδιαφέρον…
Αγαπητέ Γιώργο μιας και δεν είναι εύκολο να συναντηθούμε και να τα πούμε (η τρέχουσα πραγματικότητα βλέπεις…) θα καθίσω στον υπολογιστή μου και θα σου στείλω τις σκέψεις μου με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (και να σκεφτεί κανείς ότι μένεις δυο δρόμους πιο πάνω).

Κυρίες μου, μήπως την πατήσαμε;

Πρώτη Δημοσίευση: 10-3-2001, Εφημερίδα ΠΡΩΤΗ ΤΗΣ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ, Αίγιο.

Γυναίκα (η) ουσιαστικό. (Γυναίκα από το γυνή) άνθρωπος θηλυκού γένους - κορίτσι ώριμο για γάμο - η σύζυγος.

Ελληνικό Λεξικό Τεγόπουλος – Φυτράκης, εκδ. 1989

Μερικές φορές δυσκολεύεται κανείς να ορίσει και να προσδιορίσει το συχνά χρησιμοποιούμενο, ως αυτονόητο πλέον, μέσα στην καθημερινότητα της χρήσης του. Αυτή η δυσκολία με οδήγησε να ανατρέξω στο λεξικό (ως από άλλο πλανήτη) για να προσεγγίσω έστω ερμηνευτικά αυτό που κυρίως είμαι: γυναίκα.
Εξεπλάγην, καταρχάς, δυσάρεστα όταν μέσα σε λίγες λέξεις αισθάνθηκα ότι το γένος μου περιορίζεται σ’ ένα προσδιορισμό που παρ’ όλη την «εξέλιξη» περιλαμβάνει κυρίως αν όχι μόνο, την αναπαραγωγική του ιδιότητα μέσω της συνύπαρξης με το άλλο φύλλο (γιατί διαφορετικά γιατί αναφέρεται ο γάμος και η συζυγία;).
Θα περίμενε κανείς κάτι άλλο μετά από τόσους επαναπροσδιορισμούς των ρόλων και της «και όχι μόνο» αναπαραγωγικής ιδιότητας της φύσης της γυναίκας και της αντίστοιχης ετοιμοπόλεμης φύσης του ανδρός (σελ. 60 του ίδιου λεξικού) όπου αναφέρονται ως συνώνυμες ιδιότητες του αυτές του στρατιώτη, του γενναίου και της παλικαριάς.
Τι να πρωτοσυμπεριλάβει όμως ένας ορισμός λεξικού, όταν πρέπει να είναι σύντομος, περιεκτικός και επιλεκτικός στα βασικά και σημαντικότερα. Πώς να ρίξει φως σε όλες τις πλευρές της πολύπλοκης προσωπικότητας της σύγχρονης γυναίκας; Ποια ιδιότητα της να ξεχωρίσει; Αυτή της μητέρας, της συζύγου, της παιδαγωγού, της εργαζόμενης εκτός σπιτιού, της νοικοκυράς, της νοικοκυράς και εργαζόμενης εκτός σπιτιού, της σκηνοθέτιδας της οικογενειακής ζωής; Όλα αυτά και πολλά ακόμα είναι ιδιότητες και στοιχεία που η δοσολογία τους ποικίλει από γυναίκα σε γυναίκα και δημιουργεί σε κάθε περίπτωση μια διαφορετική παρουσία στην οικονομική, κοινωνική και επαγγελματική της ζωή.
Άλλες απ’ αυτές τις ιδιότητες τις κατέχουν εξ ορισμού (ας με συγχωρέσουν οι φίλες φεμινίστριες) και άλλες κατακτήθηκαν μετά από αγώνες που άλλοτε ήταν σκληροί και άλλοτε είχαν κάτι απ΄ αυτή την ποδοσφαιρική σχεδόν γλυκιά αντιπαλότητα. Μια αντιπαλότητα που πυροδοτεί συζητήσεις τόσο στα κέντρα των αποφάσεων όσο και τα σαλόνια κοινωνικών συναντήσεων, με κάθε ευκαιρία, όταν η συζήτηση πηγαίνει ή οδηγείται στο: εμείς οι γυναίκες και εσείς οι άντρες …
Ο Γυναικείος αγώνας για την κατάκτηση ίσων δικαιωμάτων, έγινε και λένε ότι γίνεται ακόμα. Κανονικά οι γυναίκες θα έπρεπε να είναι ευχαριστημένες ακόμα και αν δεν κατακτήθηκαν όλα. Γιατί όμως αισθάνονται άβολα; Μήπως δεν σταμάτησαν σαν τους καλούς στρατιώτες να δηλώσουν θέση, να κάνουν απολογισμό, να αυτοεπιβεβαιωθούν αν χρειάζεται και πρέπει μέσα στους νέους ρόλους τους, να δουν αν τους κατέκτησαν ή δεσμεύτηκαν περισσότερο. Μήπως δηλαδή πιάστηκαν μέσα στα δίκτυα ενός ιστού αυξημένων υποχρεώσεων που μόνες τους ύφαναν. Είναι λοιπόν καταξίωση η εργασία εκτός σπιτιού κάτω από τις δεδομένες συνθήκες ή δέσμευση σε διπλό και τριπλό ρόλο;
Σταμάτησαν δηλαδή οι γυναίκες με την επιδίωξη για εξασφάλιση των «ίσων όρων» και με τη επιτυχή δοκιμασία τους σε παραδοσιακά αντρικούς χώρους εργασίας να ενοχοποιούνται για τους χειρισμούς τους (όταν αυτοί ξεφεύγουν από τους παραδοσιακά γυναικείους) να απολογούνται για την ευστροφία τους (σαν να θέλουν να παραστήσουν κάτι περισσότερο απ’ αυτό που είναι ή που πρέπει να είναι) να δίνουν εξηγήσεις για την ομορφιά τους; (σαν να αποτελεί δόλωμα ή και τροχοπέδη για την επαγγελματική τους άνοδο).
Και αφού απέδειξαν ότι οι νοητικές τους ικανότητες δεν τις εμποδίζουν να τα πηγαίνουν καλά σε όλους τους χώρους εργασίας, ότι μπορούν να στέκονται ισάξια απέναντι στους άντρες συναδέλφους τους, δημοσίους υπαλλήλους, γιατρούς, δικηγόρους, αγρότες, καλλιτέχνες, επιχειρηματίες, πολιτικούς, … και ότι μπορούν να εργάζονται εκτός σπιτιού φέρνοντας στο σπίτι επιπλέον εισόδημα και συμβάλλοντας στο οικογενειακό πορτοφόλι έχοντας πλήρες ωράριο απασχόλησης, πώς αισθάνονται όταν γυρίζουν στο σπίτι και πρέπει να ανασκουμπωθούν για να εξασκήσουν και τα άλλα καθήκοντα τους, τα «παραδοσιακά», που στις περισσότερες περιπτώσεις βαραίνουν μόνο τους γυναικείους ώμους (οι εξαιρέσεις υπάρχουν για να επιβεβαιώνουν τον κανόνα). Τι γίνεται δηλαδή πρακτικά με την ανατροφή των παιδιών, την συντήρηση του σπιτιού, την οικιακή οικονομία και όσα συνεπάγονται που αν μπούμε στις λεπτομέρειές τους βλέπουμε ότι αποτελούν ένα δεύτερο πλήρες ωράριο εργασίας και μάλιστα χωρίς μισθό, άδειες και συνταξιοδότηση για το μεγαλύτερο σχεδόν μέρος της ζωής τους;
Στην προσπάθειά τους να δοκιμαστούν για να αποδείξουν τις ικανότητές τους δεν εξασφάλισαν ή καλύτερα δεν τους εξασφάλισε η κοινωνία την απαλλαγή από την ευθύνη των παραδοσιακών ρόλων γιατί εδώ που τα λέμε ποιος θα μπορούσε εξ ολοκλήρου και επιτυχώς να τις αντικαταστήσει στην ανατροφή, ας πούμε, των παιδιών και σε όσα αυτή συνεπάγεται; Και όταν λέμε ανατροφή εννοούμε όλον εκείνο το χρόνο που αφιερώνει μια γυναίκα για να σταθεί κοντά στα παιδιά της μαθαίνοντάς τους τον κόσμο, τρέχοντας πανικόβλητη ανάμεσα σε εργασία εντός και εκτός σπιτιού, με τις ενοχές για αυτά που θα μπορούσε να κάνει και δεν έχει το χρόνο να κάνει συνθλιβόμενη μέσα στα πολλά και τα διάφορα που αρχικά επεδίωξε και εν τέλει γεύεται καθημερινά σαν τιμωρία γιατί θέλησε να κάνει κάτι περισσότερο για τον εαυτό της, την οικογένειά της και την κοινωνία.
Αυτές οι σκέψεις δεν έγιναν κάτω από καμία διάθεση κοινωνικής κριτικής αλλά προέκυψαν ως διαπιστώσεις από έναν εσωτερικό διάλογο κοιτάζοντας παλιές οικογενειακές φωτογραφίες. Όπου η μια ήταν σχεδόν ίδια με την άλλη, πρόσωπα οικεία και αναγνωρίσιμα, γυναίκες και άνδρες του περασμένου αιώνα, φυσιογνωμίες τόσο διαφορετικές από τις σημερινές και τόσο ίδιες … Πού να φανταζόταν αυτός ο κύριος που στέκεται όρθιος ακουμπώντας το χέρι του προστατευτικά και δεσποτικά στον ώμο της πειθήνιας συζύγου του, ότι αυτή θα είχε κάποτε το θάρρος να εργαστεί εκτός σπιτιού, να ζητήσει, να απαιτήσει και να κερδίσει, πιθανώς, στο τέλος ίσα δικαιώματα με ‘κείνον. Πού να φανταζόταν και ‘κείνη ότι η επιθυμία της να κάνει κάτι περισσότερο από αυτό που έκανε η γιαγιά της και η μητέρα της για τον εαυτό της και για τον κόσμο θα γινόταν μπούμερανγκ που θα της επέστρεφε την νίκη με την αίσθηση της ήττας.

Αναγκαιότητα δημιουργίας εθελοντικών ομάδων πρωτογενούς πρόληψης

Πρώτη Δημοσίευση: 4-10-2001, Εφημερίδα ΠΡΩΤΗ ΤΗΣ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ, Αίγιο.


Το πρόβλημα των ναρκωτικών είναι τόσο παλιό όσο και η αγωνία του ανθρώπου να βρει τρόπους σύνδεσης με το μεταφυσικό, να διασκεδάσει, να χαλαρώσει, να επικοινωνήσει. Στις σύγχρονες όμως κοινωνίες πήρε τη μορφή του προβλήματος και της κοινωνικής μάστιγας που θα πρέπει να αντιμετωπισθεί στη βάση των γενεσιουργών αιτιών και όχι μόνο της θεραπείας των συμπτωμάτων. Διαφορετικά μιλάμε μόνο για πρόσκαιρες βελτιώσεις.
Όλοι σήμερα συμφωνούμε ότι το φαινόμενο αυτό είναι πολυπαραγοντικό και δημιουργείται όταν σε μια κοινωνία όπου υπάρχουν και διακινούνται οι εξαρτησιογόνες ουσίες συναντηθούν οι δυσμενείς κοινωνικές συνθήκες (αποξένωση, έλλειψη επικοινωνίας, ανασφάλεια, αβεβαιότητα για το αύριο) με μια ευάλωτη προσωπικότητα που χαρακτηρίζεται από χαμηλή αυτοεκτίμηση, ανασφάλεια, έλλειψη αυτοελέγχου, ιδανικών, …). Ο στοιχειώδης ρεαλισμός μας οδηγεί στην αποδοχή της ύπαρξης του προβλήματος όχι κάπου μακριά από μας σε κάποιους άλλους αλλά εδώ, δίπλα μας, σε κοντινούς μας ανθρώπους και πιθανόν σε μας τους ίδιους και στους δικούς μας, αφού όλοι ζούμε σε ένα δυσβάστακτο κοινωνικό περιβάλλον και δεν είμαστε σίγουροι για το πόσο δυνατές προσωπικότητες έχουμε δημιουργήσει. Σ’ αυτό το σημείο και μετά την αποδοχή της πραγματικότητας έρχεται η σειρά της Πρόληψης και μάλιστα της πρωτογενούς. Πριν δηλαδή αρχίζουν ν’ αναβοσβήνουν τα κόκκινα φωτάκια του κινδύνου.
Στόχος των ενεργειών πρόληψης είναι η ανάπτυξη εκείνου του αμυντικού μηχανισμού, στο άτομο και τις ομάδες, που θα αποτελέσει την ασπίδα προστασίας του. Ενώ η αντιμετώπιση παραγωγής, εμπορίας και διακίνησης εξαρτησιογόνων ουσιών είναι υπόθεση που αφορά κυρίως το κράτος (αστυνομία, φορείς και υπηρεσίες καταστολής), οι δράσεις πρόληψης αφορούν τους πολίτες με την όποια ιδιότητα διαθέτουν. Γιατί στην πρόληψη είναι όλοι απαραίτητοι και μπορούν όλοι να προσφέρουν από τη θέση που κατέχουν, ως γονείς, εκπαιδευτικοί, μέλη φορέων τοπικής αυτοδιοίκησης, επιχειρηματίες, … Είναι πλέον αποδεκτό ότι όσο πιο πολλοί ασχολούνται και εμπλέκονται ενεργά με την πρόληψη τόσο ο αμυντικός μηχανισμός της κοινωνίας δυναμώνει. Γι’ αυτό οι δράσεις πρόληψης πρέπει να είναι όχι μόνο καλοδεχούμενες αλλά και να τυχαίνουν στήριξης και ενίσχυσης ώστε να μπορούν να ενσωματώνουν ολοένα και μεγαλύτερες κοινωνικές ομάδες αυξάνοντας έτσι το μέτωπο αντίστασης στη μάστιγα των ναρκωτικών.

Πολιτική ένα θηλυκού γένους «παιχνίδι» για αγόρια;

Πρώτη Δημοσίευση: 2001. Αίγιο.

Αναμφίβολα η πολιτική δεν είναι παιχνίδι, με την έννοια του μέσου ψυχαγωγίας. Είναι όμως σίγουρα τέχνη ισορρόπησης μεταξύ επιθυμητού και εφικτού, είναι ένας τρόπος (από τους πολλούς) συμμετοχής στα κοινά. Είναι ομαδική λειτουργία ανθρώπων που διέπεται από συμπεριφορές που αν τις παρακολουθήσουμε χαλαρά και αποστασιοποιημένα μπορούμε να βγάλουμε συμπεράσματα σχετιζόμενα με τις προθέσεις, τις πρακτικές και τους τρόπους προσέγγισης ανάλογες εκτός των άλλων και με το γένος του ασκούντος.
Η πολιτική με την εξουσία έχει πρώτο βαθμό συγγένειας και καλύπτει με τον καλύτερο τρόπο την εκ φύσεως ανάγκη του «ανδρός» για επικράτηση και ορισμό χώρου επιρροής. Οι εκφράσεις που χρησιμοποιούνται στις προεκλογικές εκστρατείες όλων των βαθμίδων διοίκησης («θα πάρουμε το δήμο», «θα νικήσουμε» …) αν δεν επιβεβαιώνουν την αντίληψη ενισχύουν την εικόνα ενός πολεμικού κλίματος που είναι απαραίτητο καμιά φορά για να ανεβάσει το θερμόμετρο και την αδρεναλίνη των «εκλογομάχων» με σκοπό την διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος που ενθουσιάζει, συμπαρασύρει και αυξάνει την πιθανότητα της νίκης του ενός ή του άλλου . . .
Σ’ αυτές λοιπόν τις συνθήκες καλούνται να προσαρμοστούν, με τον άλφα ή βήτα τρόπο, οι κυρίες που ασχολούνται με την πολιτική. Οι προθέσεις των γυναικών που ασχολούνται με τα κοινά έχουν αν όχι άλλο, διαφορετικό σημείο εκκίνησης και οπωσδήποτε είναι περισσότερο συνυφασμένο με την «δημιουργία» με την οποία πάλι εκ φύσεως έχουν μεγαλύτερη σχέση.
Βρίσκονται λοιπόν σε ένα ανδρικό τοπίο και έχουν να διαλέξουν ανάμεσα στο να υπεραναπληρώσουν τα «κενά τους» ή να παραμείνουν ο εαυτός τους. Στην πρώτη περίπτωση χάνουν τα θετικά χαρακτηριστικά του γένους τους - αναζητώντας ανδρικούς τρόπους έκφρασης των απόψεών τους σε τύπο και ουσία. Στη δεύτερη περίπτωση έχουν λίγες πιθανότητες να εισακουστούν και να διαμορφώσουν τις πολιτικές αποφάσεις (οι εξαιρέσεις και στις δύο περιπτώσεις υπάρχουν για να επιβεβαιώνουν τον κανόνα). Έχουν δηλαδή να διαλέξουν μεταξύ θηλυκού και αρσενικού τρόπου έκφρασης των θέσεων και απόψεων τους ή να σταθούν ανάμεσα στα δύο, ισορροπώντας στο τεντωμένο σκοινί του είναι και του φαίνεσθαι, πράγμα το οποίο μεγαλώνει τον κόπο της συμμετοχής τους. Ο συνεχώς αυξανόμενος αριθμός των γυναικών (51% του εκλογικού σώματος) σε συνδυασμό με την αυξανόμενη συμμετοχή τους στην παραγωγική διαδικασία και γενικότερα στην κοινωνική ζωή επιβάλλει τυπικά τουλάχιστον την συμμετοχή τους σε επιτροπές, διοικητικά συμβούλια, κέντρα λήψης αποφάσεων, ψηφοδέλτια. Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε τους πολυσυζητημένα τελευταία πολλαπλούς ρόλους με τους οποίους είναι επιβαρημένη η καθημερινότητά τους τότε καταλαβαίνουμε γιατί χρειάστηκε νομοθετική παρέμβαση που σχεδόν να εξαναγκάζει τους υποψήφιους συνδυασμούς να καλύψουν το ψηφοδέλτιο τους με γυναικεία ονόματα κατά το 1/3.
Η κάλυψη αυτή τις περισσότερες φορές χρησιμοποιείται σαν επίχρισμα πολυσυλλεκτικότητας, εκπροσώπησης και διαστρωμάτωσης.
Κάποτε άλλοτε αντιμετωπίζονται σαν κοινωνική ομάδα με ειδικές ανάγκες και ιδιαιτερότητες.

Βία και Κακοποίηση Ανηλίκων.

Πρώτη Δημοσίευση: 8-12-2002, Σύλλογος Γονέων & Κηδεμόνων Αιγίου.

Αγαπητοί φίλοι συμπολίτες και φιλοξενούμενοι, σας καλωσορίζω και χαιρετίζω - εκ μέρους της Ένωσης Συλλόγων Γονέων του Δήμου Αιγίου – την πρωτοβουλία σας για την διοργάνωση αυτής της εκδήλωσης.

Εύχομαι δε και ελπίζω να επιτευχθεί ο στόχος σας για ουσιαστική ενημέρωση, ανταλλαγή απόψεων, εξαγωγή συμπερασμάτων που θα μας ωφελήσουν προσωπικά, οικογενειακά και κοινωνικά.

Πολλά τα ερωτηματικά γύρω από το θέμα: των μορφών βίας στην οικογένεια, πολλές οι απαντήσεις και οι οπτικές γωνίες. Έχουν γραφτεί αρκετά και η διαπίστωση είναι ότι πρόκειται για άλλο ένα θέμα που πονά βουβά θα έλεγα την κοινωνία μας. Ένα πρόβλημα χωρίς χρώμα δέρματος, οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά στεγανά που αποδεικνύει ότι οι άνθρωποι παρ’ όλες τις επιφανειακές τους διαφορές αποτελούνται όλοι από το ίδιο εύθραυστο υλικό του οποίου εύκολα μπορούν να γίνουν έρμαια αν δεν υπάρξουν οι απαραίτητες ισορροπίες.

Το θέμα μας στις ακραίες του μορφές, που σίγουρα θα αναφερθούν αργότερα από τους εισηγητές, μπορούμε να το βάλουμε απέναντί μας και από απόσταση ασφαλείας να το συζητήσουμε, να το αναλύσουμε. Αν στις ακραίες του όμως μορφές αφορά λίγους ή λιγότερους στις λεπτές της όμως αποχρώσεις, η κακοποίηση: ψυχική ή σωματική, αφορά πολύ περισσότερους. Είναι πιθανόν να άγγιξε ή να αγγίξει κάποιους κάποτε είτε ως υποκείμενα είτε ως αντικείμενα. Ίσως πολλοί δηλαδή να ένοιωσαν ή να νοιώσουν στο μέλλον ότι άσκησαν ή τους ασκήθηκε κάποιο είδος σωματικής ή ψυχικής βίας.

Λέμε για τα ναρκωτικά ότι ο χρήστης είναι ασθενής, χρειάζεται βοήθεια, πάψαμε δηλαδή να τον αντιμετωπίζουμε ως παράσιτο που πρέπει να απομακρυνθεί και να περιοριστεί. Τον είδαμε ως σύμπτωμα κοινωνικής ασθένειας. Μπορούμε να το πούμε αυτό και γι΄ αυτόν που κακοποιεί; Είναι και αυτός σύμπτωμα μιας κοινωνικής ασθένειας και ποιες είναι οι αιτίες που το δημιουργούν και πως θα υπάρξει θεραπεία και ασφαλή συμπεράσματα για τον περιορισμό ακόμα και για την εξάλειψη του προβλήματος.

Νομίζω ότι έχουμε στην κακοποίηση δυο θύματα. Ένα φανερό: αυτόν που κακοποιείται και ένα άλλο: αυτόν που κακοποιεί, που είναι δηλαδή θύμα των παρορμήσεων και των συναισθημάτων του. Του ίδιου του του εαυτού εντέλει.

Ενώ δηλαδή στην υπόθεση των ναρκωτικών ο χρήστης άμεσα κακοποιεί τον εαυτό του και έμμεσα το οικογενειακό και κοινωνικό του περιβάλλον στην υπόθεση της κακοποίησης ο θύτης κακοποιεί άμεσα τους άλλους και έμμεσα τον εαυτό του.

Έχουμε δυσδιάκριτα πολλές φορές όρια μεταξύ της γονεϊκής ας πούμε φροντίδας παλαιού τύπου για πρόοδο και καλή ανατροφή) και της κακοποίησης. Θα γνωρίζετε τη ρήση: το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο. Επίσης δυσδιάκριτα είναι τα όρια μεταξύ του ερωτικού πάθους και της ερωτικής καταπίεσης που οδηγεί σε μορφές κακοποίησης.

Έτσι δυσδιάκριτα δεν είναι μόνο τα όρια των σχέσεων γονέων – παιδιών αλλά και των ερωτικών συντρόφων - συζύγων, του εργοδότη – εργαζόμενου και άλλα πολλά.

Ήδη όμως μπαίνω στον πειρασμό δια της μεθόδου των ερωτήσεων να ακουμπήσω αναλυτικά το θέμα, από επαγγελματική «ίσως» διαστροφή (σε εισαγωγικά βεβαίως). Αλλά θα καθίσω να ακούσω προσεκτικά τις απόψεις των εισηγητών και θα έχουμε πιστεύω αργότερα την ευκαιρία να συζητήσουμε μαζί τους και να μοιραστούμε τις σκέψεις μας.

26η Ιουνίου. Μέρα κατά των Ναρκωτικών.

Πρώτη Δημοσίευση: 26-6-2003, Σεμινάριο Δήμου Αιγίου.

Η 26η Ιουνίου είναι μια μέρα αφιερωμένη στην ενεργό δράση κατά των ναρκωτικών. Ο απολογισμός για την Ελλάδα είναι κάθε χρόνο περισσότερο απογοητευτικός ως προς τον αριθμό των χρηστών και το όριο ηλικίας έναρξης της χρήσης. Η καταγραφή του προβλήματος και η συνειδητοποίηση του δεν αρκεί πλέον. Πρέπει ν’ αποφασίσουμε και τον τρόπο αντίστασής μας σ’ αυτό που είτε άμεσα ως προσωπικό είτε έμμεσα ως κοινωνικό πρόβλημα αγγίζει ολοένα και περισσότερους.

Με το σκεπτικό ότι η πρόληψη για να έχει νόημα και προοπτική χρειάζεται την ενεργό συμμετοχή όσο το δυνατόν περισσότερων έχουμε προχωρήσει ως Δήμος σ’ ένα προγραμματισμό δράσεων και ενεργειών ο οποίος αφού συζητήθηκε εκτενώς στο Διοικητικό Συμβούλιο του Κέντρου Πρόληψης Νομού Αχαΐας (του οποίου ο Δήμος Αιγίου είναι μέλος) εγκρίθηκε και εξασφαλίστηκε η συμβολή και η στήριξή του στην υλοποίησή του. Το βασικότερο χαρακτηριστικό αυτού του προγραμματισμού μετά από εκτίμηση των δεδομένων και των αναγκών της πόλης μας επιλέξαμε να είναι η προσπάθεια για εμπλοκή και συμμετοχή φορέων επιστημονικών, εκπαιδευτικών, επιχειρηματικών αλλά κυρίως ατόμων με διάθεση και όρεξη να συμβάλλουν σε εθελοντική βάση στην κατεύθυνση της πρόληψης κατά των ναρκωτικών. Δύο λοιπόν είναι οι αρχικοί μας στόχοι:

α. η δημιουργία στελεχών πρόληψης με απαραίτητη προϋπόθεση την εκπαίδευσή τους, και

β. ο σχεδιασμός και η εφαρμογή προγραμμάτων από τα εκπαιδευμένα αυτά στελέχη.

Πρόκειται για διαδικασίες μακροχρόνιες και αθόρυβες, τις περισσότερες φορές, που βάζουν όμως γερά θεμέλια αν θέλουμε να μιλάμε για ουσιαστική παρέμβαση και κινητοποίηση και όχι για διοργανώσεις επετειακού ή άλλου χαρακτήρα, που καλές είναι βεβαίως, όταν επιστεγάζουν δουλειά σε βάθος και δεν είναι μόνο εκδηλωσιακού περιεχομένου και αποτελέσματος.

Ακόμα και με αυτό τον προσεκτικό σχεδιασμό δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για την ανταπόκριση γιατί υπάρχει μεγάλη απόσταση μεταξύ του ενδιαφέροντος για ένα κοινωνικό πρόβλημα και της προσωπικής προσφοράς και συμμετοχής στην προσπάθεια επίλυσής του. Είμαστε υποχρεωμένοι όταν ασχολούμεθα με την πρόληψη ενάντια στη χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών να είμαστε προσεκτικοί γιατί μπορεί το αδιαμφισβήτητο ενδιαφέρον μας να γίνει αναποτελεσματικό ή στη χειρότερη περίπτωση επιζήμιο.

Πρόκειται λοιπόν να γίνει ένα προσκλητήριο ενδιαφέροντος για εθελοντική συμμετοχή. Όπως έχει δείξει η εμπειρία, σε τέτοιου είδους προσκλητήρια ανταποκρίνονται κυρίως άτομα από τις δυο μεγάλες κοινωνικές ομάδες, αυτές των γονιών και των εκπαιδευτικών. Όπως επίσης έχει δείξει η εμπειρία τέτοιες δραστηριότητες τους καλοκαιρινούς μήνες έχουν αμφίβολα αποτελέσματα και για να εξασφαλιστεί η μεγαλύτερη δυνατή συμμετοχή, η σκέψη είναι η έναρξη αυτής της δραστηριότητας να ταυτιστεί χρονικά με την έναρξη των σχολείων που αποτελούν σημείο συνάντησης των δυο αυτών άμεσα ενδιαφερόμενων ομάδων.

Η 26η Ιουνίου είναι μια μέρα που μας κάνει να αναλογιζόμαστε την προσωπική μας ευθύνη στην αντιμετώπιση της εξάπλωσης των ναρκωτικών. Δεν πρέπει όμως να αποτελεί άλλοθι για να παραβλέπουμε το πρόβλημα όλες τις άλλες μέρες του χρόνου. Η κάθε μέρα πρέπει να είναι μέρα κατά των ναρκωτικών και υπέρ της αξιοπρέπειας της ζωής με κάθε τρόπο, είτε αυτός λέγεται πρόληψη είτε περιβάλλον, είτε υγεία ή παιδεία, γιατί έχει φανεί ότι όλα αυτά είναι συγκοινωνούντα δοχεία και η εξασφάλισή τους πρέπει να είναι η καθημερινή αγωνία και ο αγώνας μας.